- καφεστιατόριο
- τοεστιατόριο και καφενείο μαζί: Θα πίνω τον καφέ μου στο καφεστιατόριο αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφεστιατόριο — το εστιατόριο και καφενείο, κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να παραγγείλει φαγητό ή και να πιει μόνο καφέ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. καφεστιατόριον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek